(Με αφορμή το άρθρο του καθηγητή αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Southampton, Γιάννη Χαμηλάκη, στο περιοδικό του Φεστιβάλ Αθηνών - Επιδαύρου της 17 Ιουλίου 2008. [http://indy.gr/other-press/enas-kse3c7oristos-problimatismos-gia-to-thema-ar3c7aiologikoi-3c7roi-kai-poli])
«Σε αντιπαραβολή με το κυρίαρχο μοντέλο του αποστειρωμένου, εμπορευματοποιημένου και συχνά ιεροποιημένου αρχαιολογικού χώρου, του χώρου-θέαμα, προτάσσουν το εναλλακτικό μοντέλο του χώρου που ανήκει σε όλους, περιοίκους και μη, που βιώνεται και προσλαμβάνεται με όλες μας τις αισθήσεις, που συνεχίζει να ζει και να αλλάζει, να τροφοδοτείται μέσω της ανθρώπινης κοινωνικότητας με πολλαπλά νοήματα και σημασίες: χώρος για αναψυχή, χώρος πολιτισμού, κοινωνικής επικοινωνίας και δράσης, χώρος ρομαντικών συναντήσεων. Με άλλα λόγια, χώρος πολύ πιο πλούσιος σε σχέση με τους χώρους που έχουμε συνηθίσει, χώρους σχεδόν θρησκευτικής κατάνυξης και βίωσης του εθνικού φαντασιακού από τη μια, και χώρους άμετρης εμπορευματοποίησης από την άλλη.»
Σε μια περίοδο που ζούμε την αποθέωση της «προστασίας» και της «ασφάλειας» σε όλες της τις εκφάνσεις και σε κάθε πεδίο, τη βίαιη μετατροπή της φύσης σε είδος υπό εξαφάνιση και συνεπώς σε προστατευόμενο, μουσειακό, εν είδει αρχαιολογικού ευρήματος, είδος, η αρχαιολογία έρχεται να συναντήσει την οικολογία. Η «ιεροποίηση» του αρχαιολογικού χώρου συναντά την «αποστείρωση» του φυσικού περιβάλλοντος. Η «θρησκευτική κατάνυξη» ανταμώνει το φυσιολατρικό δέος. Το «προστατευόμενο είδος» (αρχαιολογικής ή οικολογικής αξίας) αποκόπτεται από τα φυσικά και κοινωνικά του πλαίσια, δεν αγγίζεται, δεν μυρίζεται, δεν πιάνεται, δεν βιώνεται. Συνήθως μόνο οράται, πάντα «κινδυνεύει» από την επαφή του με τον κοινωνικό περίγυρο και γι’ αυτό πάντα εμπορευματοποιείται .
Έτσι, μπορούμε να συζεύξουμε το άγαλμα-θέαμα με το δέντρο-θέαμα. Τον αρχαιολογικό χώρο-μεγάλο ασθενή με τον φυσικό χώρο σε μονάδα εντατικής θεραπείας και παρακολούθησης. Ο φυσικός ζωτικός χώρος των έμβιων όντων αυτού του πλανήτη, πολύτιμος, καθόσον λιγοστός, όμορφος όσο και σπάνιος, στην περίπτωση που δεν ερημοποιείται, εκχερσώνεται, απαλλοτριώνεται, φλέγεται, οικοπεδοποιείται, τσιμεντώνεται και «αναπτύσσεται», τότε «προστατεύεται» και τείνει να μοιάσει όλο και περισσότερο με μουσείο ανθρωπολογίας και φυσικής ιστορίας, τέτοιο που κατόπιν του ανάλογου και αναγκαίου αντιτίμου, να το επισκέπτεται ο «τυχερός» ή και να το χαίρεται και να το νέμεται ο ακόμη πιο «τυχερός».
Μπορώ όλο και πιο εύκολα να φανταστώ τους μαθητές μου σε 10-20 χρόνια από τώρα ή και τα εγγόνια μου, αν έχω την τύχη να τα ζήσω, να «επισκέπτονται» το «δάσος», στο οποίο, όπως ακριβώς και στο μουσείο, δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο πέρα από το να το βλέπουν και να το «θαυμάζουν», να «ριγούν από συγκίνηση και δέος» μπροστά στην «τελειότητα», που κάποιοι άλλοι έζησαν και κάποιοι άλλοι ή και οι ίδιοι (ξε)πούλησαν. Μπορώ να τους φανταστώ στα πλαίσια ενός καινοτόμου και ριζοσπαστικού project στο «σχολείο του μέλλοντος» να ερευνούν και να αφηγούνται – ή ακόμα καλύτερα να προβάλλουν σε video wall – μαρτυρίες από ένα παρελθόν (το δικό μας παρόν;), όπου οι «γέροι», οι «παλιοί» περπατούσαν ελεύθερα στο δάσος, έκοβαν λουλούδια την Πρωτομαγιά, έκαναν πικνίκ τα Σαββατοκύριακα, μάζευαν χόρτα το χειμώνα, έκαναν ποδήλατο τα ηλιόλουστα απογεύματα, έβγαιναν στα κλεφτά ραντεβού τα βραδάκια, συναντιούνταν και συνομιλούσαν με καρακάξες, πέρδικες, κοκκινολαίμηδες, κοτσύφια ακόμα και με αλεπούδες, κουνάβια, φίδια και χελώνες.
Ναι, δεν είναι δύσκολο. Μόλις πριν λίγες μέρες άκουσα με τα αυτιά μου ένα κορίτσι 6 ετών να λέει όλο πάθος και προσμονή για ένα αξιοθρήνητο παρτέρι σε μια τσιμεντοπλατεία του δήμου Αθηναίων με πέντε όλα κι όλα μαύρα κι έρημα, απότιστα από καιρό δεντράκια: «Πάμε στο δάσος να παίξουμε;»
Ναι, δεν είναι δύσκολο. Σήμερα διάβασα στα Νέα ότι «2.500 στρέμματα ελεύθερων χώρων και πάρκων παραμένουν κλειδωμένα για τους πολίτες», οι οποίοι «βλέπουν τα άλση πίσω από τα κάγκελα».
Και βέβαια δεν είναι δύσκολο. Από καιρό έχει γίνει συνείδηση ότι κάθε ελεύθερος χώρος (τι έννοια κι αυτή!) αφήνεται στην ελευθερία του, πράγμα που σημαίνει αφήνεται στην τύχη του για να’ ρθει η «ανάπτυξη» ως από μηχανής θεός ή ως άλλη αρχαιολογική σκαπάνη να τον ανακαλύψει, να τον εκσυγχρονίσει, να τον προστατέψει, να τον αναδείξει, να τον φυλακίσει και βεβαίως να τον εκμεταλλευτεί και να τον εμπορευτεί.
Την ώρα λοιπόν που η ίδια η επιστήμη της αρχαιολογίας αρχίζει να αμφισβητεί το μοντέλο της προστασίας των αρχαίων μνημείων με τη μέθοδο της «καγκελοποίησης» και της βίαιης απομάκρυνσής τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι και προτάσσει το πρότυπο της «δημόσιας αρχαιολογίας» (public archaeology) και της «αρχαιολογίας της τοπικής κοινότητας» (community archaeology), μήπως θα ήταν καιρός μαζί με την «κοινωνικοποίηση των αρχαίων» να απαιτήσουμε και την κοινωνικοποίηση του φυσικού και ζωτικού μας χώρου; Να έρθουμε σε ρήξη με τη λογική της δήθεν οικολογικής προστασίας που απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση και την κοινωνική και πολιτισμική του κληρονομιά την ίδια στιγμή που τον καταδικάζει στην απομόνωση της ατομικότητας αλλά και στη δικτατορία της συλλογικής ευθύνης;
Έτσι, μπορούμε να συζεύξουμε το άγαλμα-θέαμα με το δέντρο-θέαμα. Τον αρχαιολογικό χώρο-μεγάλο ασθενή με τον φυσικό χώρο σε μονάδα εντατικής θεραπείας και παρακολούθησης. Ο φυσικός ζωτικός χώρος των έμβιων όντων αυτού του πλανήτη, πολύτιμος, καθόσον λιγοστός, όμορφος όσο και σπάνιος, στην περίπτωση που δεν ερημοποιείται, εκχερσώνεται, απαλλοτριώνεται, φλέγεται, οικοπεδοποιείται, τσιμεντώνεται και «αναπτύσσεται», τότε «προστατεύεται» και τείνει να μοιάσει όλο και περισσότερο με μουσείο ανθρωπολογίας και φυσικής ιστορίας, τέτοιο που κατόπιν του ανάλογου και αναγκαίου αντιτίμου, να το επισκέπτεται ο «τυχερός» ή και να το χαίρεται και να το νέμεται ο ακόμη πιο «τυχερός».
Μπορώ όλο και πιο εύκολα να φανταστώ τους μαθητές μου σε 10-20 χρόνια από τώρα ή και τα εγγόνια μου, αν έχω την τύχη να τα ζήσω, να «επισκέπτονται» το «δάσος», στο οποίο, όπως ακριβώς και στο μουσείο, δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο πέρα από το να το βλέπουν και να το «θαυμάζουν», να «ριγούν από συγκίνηση και δέος» μπροστά στην «τελειότητα», που κάποιοι άλλοι έζησαν και κάποιοι άλλοι ή και οι ίδιοι (ξε)πούλησαν. Μπορώ να τους φανταστώ στα πλαίσια ενός καινοτόμου και ριζοσπαστικού project στο «σχολείο του μέλλοντος» να ερευνούν και να αφηγούνται – ή ακόμα καλύτερα να προβάλλουν σε video wall – μαρτυρίες από ένα παρελθόν (το δικό μας παρόν;), όπου οι «γέροι», οι «παλιοί» περπατούσαν ελεύθερα στο δάσος, έκοβαν λουλούδια την Πρωτομαγιά, έκαναν πικνίκ τα Σαββατοκύριακα, μάζευαν χόρτα το χειμώνα, έκαναν ποδήλατο τα ηλιόλουστα απογεύματα, έβγαιναν στα κλεφτά ραντεβού τα βραδάκια, συναντιούνταν και συνομιλούσαν με καρακάξες, πέρδικες, κοκκινολαίμηδες, κοτσύφια ακόμα και με αλεπούδες, κουνάβια, φίδια και χελώνες.
Ναι, δεν είναι δύσκολο. Μόλις πριν λίγες μέρες άκουσα με τα αυτιά μου ένα κορίτσι 6 ετών να λέει όλο πάθος και προσμονή για ένα αξιοθρήνητο παρτέρι σε μια τσιμεντοπλατεία του δήμου Αθηναίων με πέντε όλα κι όλα μαύρα κι έρημα, απότιστα από καιρό δεντράκια: «Πάμε στο δάσος να παίξουμε;»
Ναι, δεν είναι δύσκολο. Σήμερα διάβασα στα Νέα ότι «2.500 στρέμματα ελεύθερων χώρων και πάρκων παραμένουν κλειδωμένα για τους πολίτες», οι οποίοι «βλέπουν τα άλση πίσω από τα κάγκελα».
Και βέβαια δεν είναι δύσκολο. Από καιρό έχει γίνει συνείδηση ότι κάθε ελεύθερος χώρος (τι έννοια κι αυτή!) αφήνεται στην ελευθερία του, πράγμα που σημαίνει αφήνεται στην τύχη του για να’ ρθει η «ανάπτυξη» ως από μηχανής θεός ή ως άλλη αρχαιολογική σκαπάνη να τον ανακαλύψει, να τον εκσυγχρονίσει, να τον προστατέψει, να τον αναδείξει, να τον φυλακίσει και βεβαίως να τον εκμεταλλευτεί και να τον εμπορευτεί.
Την ώρα λοιπόν που η ίδια η επιστήμη της αρχαιολογίας αρχίζει να αμφισβητεί το μοντέλο της προστασίας των αρχαίων μνημείων με τη μέθοδο της «καγκελοποίησης» και της βίαιης απομάκρυνσής τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι και προτάσσει το πρότυπο της «δημόσιας αρχαιολογίας» (public archaeology) και της «αρχαιολογίας της τοπικής κοινότητας» (community archaeology), μήπως θα ήταν καιρός μαζί με την «κοινωνικοποίηση των αρχαίων» να απαιτήσουμε και την κοινωνικοποίηση του φυσικού και ζωτικού μας χώρου; Να έρθουμε σε ρήξη με τη λογική της δήθεν οικολογικής προστασίας που απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση και την κοινωνική και πολιτισμική του κληρονομιά την ίδια στιγμή που τον καταδικάζει στην απομόνωση της ατομικότητας αλλά και στη δικτατορία της συλλογικής ευθύνης;
Σ.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου